- θεοχολωσία
- θεο-χολωσία, ἡ,A the wrath of God, Lyd.Ost.37, Sch.Od.8.232:—also [suff] θεο-χολωσύνη, Sch.Luc.Lex.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοχολωσία — θεοχολωσία, ἡ (Α) [θεοχόλωτος] η οργή τού θεού, η θεομηνία … Dictionary of Greek
θεοχολωσίας — θεοχολωσίᾱς , θεοχολωσία the wrath of God fem acc pl θεοχολωσίᾱς , θεοχολωσία the wrath of God fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοχολωσίαν — θεοχολωσίᾱν , θεοχολωσία the wrath of God fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοχολωσύνη — θεοχολωσύνη, ἡ (Α) [θεοχόλωτος] η θεοχολωσία … Dictionary of Greek